- ἀστραγαλῖτις
- ἀστρᾰγαλ-ῖτις, ιδος, ἡ,A = ἶρις Ἰλλυρική, Gal.12.422.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστραγαλίτιδος — ἀστραγαλί̱τιδος , ἀστραγαλῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)